μαυροντυμένος

μαυροντυμένος
-η, -ο
αυτός που φοράει μαύρα, πένθιμα ρούχα, μαυροφορεμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαυροφόρος — ο, θηλ. και α 1. ο μαυροντυμένος, αυτός που φοράει μαύρα ρούχα («πως δίδουνε πολλή τιμή σ αυτό τό μαυροφόρο», Ερωτόκρ.) 2. συνεκδ. αυτός που πενθεί …   Dictionary of Greek

  • μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί …   Dictionary of Greek

  • μελάμπεπλος — μελάμπεπλος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τού Θανάτου και τής Νύκτας) αυτός που φορά μαύρο πέπλο, μαυροντυμένος 2. μαύρος («μελάμπεπλος στολή», Ευρ.) 3. (για φαράγγι, λάκκο, κοιλάδα) σκοτεινός, ζοφερός 4. (κατά τον Ησύχ.) «μελάμπεπλος πενθήρης». [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μαυροφόρος — α, ο αυτός που φοράει μαύρα ρούχα, ο μαυροντυμένος: Μαυροφόρες γυναίκες ακολουθούσαν τον Επιτάφιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”